ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΥ ΖΕΥΓΑΡΙΟΥ

Η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή αποτελεί τον τομέα εκείνο της Μαιευτικής και Γυναικολογίας που γνώρισε τη μεγαλύτερη και ταχύτερη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια.

Η επιτυχημένη γονιμοποίηση ανθρώπινων ωαρίων στο εργαστήριο και η γέννηση, το 1978, της Louise Brown, του πρώτου παιδιού από αυτή τη διαδικασία, αποτέλεσε μια επαναστατική εξέλιξη στον τομέα της υπογονιμότητας, γιατί έδωσε άμεση πρόσβαση στους ανθρώπινους γαμέτες, δηλαδή τα ωάρια και τα σπερματοζωάρια και κατ' επέκταση στο γενετικό υλικό που φέρουν μέσα τους.

Έτσι, έγινε δυνατό να μελετηθούν σε βάθος οι μηχανισμοί που διέπουν την ωοθυλακική ανάπτυξη, την ωρίμανση των ωοθυλακίων/ ωαρίων αλλά και των σπερματοζωαρίων, τη διαδικασία της γονιμοποίησης, την πρώιμη εμβρυϊκή ανάπτυξη, καθώς και την εμφύτευση. Επιπλέον, έδωσε τη δυνατότητα σε χιλιάδες άτεκνα ζευγάρια να αποκτήσουν ένα παιδί, αλλά και σε πολλά ζευγάρια βεβαρημένα με κάποιο γενετικό νόσημα να αποκτήσουν ένα υγιές παιδί.

Οι σημαντικές αυτές εξελίξεις δημιούργησαν όπως ήταν επόμενο τεράστιους ηθικούς, ψυχοκοινωνικούς και νομικούς προβληματισμούς, που οδήγησαν ορισμένους να μιλούν με μεγάλο ενθουσιασμό και άλλους με διάφορες επικριτικές απόψεις.

Πάντως, η αρχική εντύπωση ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι μια παράβαση των κανόνων της φύσης με δημιουργία «παιδιών του σωλήνα», έχει εκλείψει στις μέρες μας, γιατί όλοι πλέον έχουν καταλάβει ότι πρόκειται βασικά για ένα by pass μιας φυσιολογικής διαδικασίας που για διάφορους λόγους δεν μπορεί να επιτελεσθεί.

Αυτό είναι ενθαρρυντικό για την συνέχεια, αλλά τα βήματα στον τομέα αυτό θα πρέπει να γίνονται με σύνεση, ιδίως όταν αναλογισθεί κανείς ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση άνοιξε διάπλατα τις πόρτες στις τεχνικές μελέτης και επεξεργασίας του γενετικού υλικού που φέρουν οι ανθρώπινοι γαμέτες. 

Γονιμότητα

Οι πιθανότητες εγκυμοσύνης σε ζευγάρια ηλικίας κάτω των 30 ετών, ακόμη και μετά από συχνές επαφές είναι μόνο 25% – 30% ανά μήνα, γιατί αυτό είναι το ποσοστό που έχει προβλέψει η φύση για το ανθρώπινο είδος. Η κορυφαία περίοδος γονιμότητας στην γυναίκα είναι το πρώτα χρόνια της 10ετίας των 20 ετών. 

Με την πρόοδο της ηλικίας, δηλαδή μετά τα 35 και κυρίως μετά τα 40, οι πιθανότητες μειώνονται σε λιγότερο από 10% ανά μήνα.

Γενικότερα, μέσα σ’ ένα ή δύο χρόνια ελεύθερων επαφών υπολογίζεται ότι θα επιτευχθεί εγκυμοσύνη σε όλα τα ζευγάρια αναπαραγωγικής ηλικίας. 

Υπογονιμότητα 

Υπογονιμότητα είναι η αδυναμία επίτευξης σύλληψης μέσα σε ένα ή δύο χρόνια φυσιολογικών επαφών χωρίς προφυλάξεις.

Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία βαθμιαία μετατόπιση του μέσου όρου ηλικίας τεκνοποίησης με αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού της υπογονιμότητας.

Η υπογονιμότητα στα ζευγάρια είναι ένα απρόβλεπτο και δραματικό γεγονός, διότι όλοι θεωρούμε την απόκτηση παιδιών ένα γεγονός αυτονόητο και δικαιωματικό.

Τα ποσοστά των ατόμων με υπογονιμότητα τείνουν συνεχώς να αυξάνουν, και αυτό γίνεται, γιατί αυξάνεται η άποψη ότι η ελαττωμένη γονιμότητα είναι μία κατάσταση η οποία αντιμετωπίζεται. Εξάλλου η εκτίμηση του ποσοστού της υπογονιμότητας συχνά δεν προσδιορίζεται σωστά καθώς περιλαμβάνει μόνο τα ζευγάρια εκείνα που αναζητούν ιατρική βοήθεια για το πρόβλημα τους. Υπάρχουν όμως και άλλα ζευγάρια που έχουν αποδεχθεί μοιρολατρικά την υπογονιμότητά τους, δεν αποκτούν παιδί, αλλά και δεν προσπαθούν ενεργά για κάτι τέτοιο.

Δυστυχώς είναι πλέον διαπιστωμένο, ότι οι πρόοδοι στην αναπαραγωγική ιατρική έχουν πυροδοτηθεί από τη συνεχώς αυξανόμενη υπογονιμότητα.¨

Είναι γνωστό ότι το 15% των ζευγαριών δεν καταφέρνουν να οδηγηθούν σε εγκυμοσύνη μετά από 12 μήνες προσπάθειας. Υπολογίζονται σε 250.000 με 300.000 τα υπογόνιμα ζευγάρια πανελληνίως, και 50 έως 80 εκ. υπογόνιμα ζευγάρια παγκοσμίως, σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας.

Στην Ευρώπη γίνονται περισσότεροι από 200.000 κύκλοι εξωσωματικής ετησίως, δηλαδή 500 με 1500 κύκλοι ανά εκατομμύριο πληθυσμού ανά έτος. Οι αριθμοί αυτοί αντιπροσωπεύουν το 1-3% των γεννήσεων συνολικά στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα που μαστίζεται από υπογεννητικότητα, γίνονται 12.000 κύκλοι εξωσωματικής γονιμοποίησης ετησίως και γεννιούνται 5000 παιδιά.

Ενώ ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται πλέον κάθε χρόνο η εξωσωματική γονιμοποίηση συνεισφέρει ένα σημαντικό αριθμό παιδιών στην Ελληνική κοινωνία. 

Αίτια υπογονιμότητας

Τα αίτια υπογονιμότητας οφείλονται κατά 40% στον άνδρα, κατά 40% στην γυναίκα και κατά 20% σε ανεξήγητη υπογονιμότητα, ή υπογονιμότητα που οφείλεται και στους δύο συντρόφους, ή σε άλλα αίτια. Κατά την φυσική σύλληψη, η γονιμοποίηση επιτελείται στην γυναικεία σάλπιγγα.

Πράγματι, με την επίδραση των γυναικείων ορμονών μία φορά τον μήνα, ένα ωοθυλάκιο παράγεται στην ωοθήκη, μέσα στο οποίο ωριμάζει ένα ωάριο. Με την διαδικασία της ωορρηξίας, υπάρχει πιθανότητα το ωάριο αυτό να προωθηθεί στον αυλό της σάλπιγγας, όπου εφόσον έχει προηγηθεί επαφή στο κατάλληλο χρονικό διάστημα θα συναντηθεί με τα σπερματοζωάρια.

Εκεί θα γονιμοποιηθεί και θα αρχίσει να διαιρείται συνεχώς σε περισσότερα κύτταρα, μέχρις ότου 5-6 μέρες μετά την γονιμοποίηση να μεταφερθεί στην μήτρα. 

Εάν για έναν ή περισσότερους λόγους η διαδικασία της φυσικής σύλληψης δεν μπορεί να γίνει στην γυναικεία σάλπιγγα, και εφόσον αποτύχουν άλλοι τρόποι αποκατάστασης του προβλήματος, τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης. 

Η πρώτη συνάντηση με το ζευγάρι στόχο έχει την διευκρίνιση των αιτίων υπογονιμότητας με την λήψη αναλυτικού ατομικού και οικογενειακού ιστορικού, καθώς και την μελέτη και καταχώρηση των εξετάσεων που ενδεχομένως έχουν προηγηθεί.

Εφόσον έχουν γίνει χειρουργικές επεμβάσεις, καταγράφεται το πρακτικό χειρουργείου και οι ιστολογικές εξετάσεις. Στην περίπτωση που έχουν προηγηθεί υποβοηθούμενες προσπάθειες αναλύονται και καταγράφονται χρονολογικά. Οι προηγούμενες προσπάθειες εξωσωματικής, περιγράφονται αναλυτικά (πρωτόκολλο θεραπείας, δόσεις φαρμάκων, αριθμός ωαρίων κατά την ωοληψία, μέθοδος γονιμοποίησης, αριθμός γονιμοποιημένων ωαρίων, ημέρα εμβρυομεταφοράς, αριθμός κατεψυγμένων ωαρίων κλπ).

Γυναικεία υπογονιμότητα

Αναλυτικότερα, τα κυριότερα αίτια υπογονιμότητος στην γυναίκα ανάλογα με την συχνότητα εμφάνισης είναι:  Διαταρραχή του άξονα με αποτέλεσμα ορμονικές διαταραχές που έχουν σαν αποτέλεσμα την ΜΗ φυσιολογική ή ποιοτική ωορρηξία (πολυκυστικές ωοθήκες, υπογοναδισμός, διαταρραχές υποθαλάμου, υπερπρολακτιναιμία, ωοθηκική ανεπάρκεια κ.λ.π.).  Σαλπιγγικός παράγων, δηλ. απόφραξη των σαλπίγγων μετά συνήθως από φλεγμονές. 

  • Τραχηλικός παράγων δηλ. διαταρραχή της ποιότητας της τραχηλικής βλέννης συνήθως μετά από επεμβάσεις στον τράχηλο.  Ενδομητρίωση αποτελεί έναν άλλο συχνό παράγοντα υπογονιμότητας. 
  • Ανατομικοί λόγοι, μετά συνήθως από γενετικές ανωμαλίες όπως διάφραγμα, δίκερως, δίδελφη μήτρα.  Aνοσολογικοί παράγοντες όπως η παρουσία διαφόρων αντισωμάτων στη γυναίκα ή στον άνδρα.

Η μετατόπιση του μέσου όρου τεκνοποίησης σήμερα έχει δημιουργήσει ένα σοβαρό αίτιο υπογονιμότητος σε σύγκριση με παλαιότερα και αποτελεί σημαντικό παράγοντα εφόσον ο ενδοκρινολογικός άξονας μεταβάλλεται.

Ανδρική υπογονιμότητα

Τα κυριότερα αίτια υπογονιμότητας στο άνδρα είναι:

  • αποφρακτικά (π.χ. κιρσοκήλη, φλεγμονές, ατυχήματα στα γεννητικά όργανα),
  • ορμονολογικές διαταραχές,
  • γεννετικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες,
  • ανοσοποιητικοί παράγοντες και καμιά φορά 
  • έκθεση ατόμων σε υψηλές θερμοκρασίες λόγω επαγγέλματος.  

Η διερεύνηση του υπογόνιμου ζευγαριού

Ο κλασικός εργαστηριακός έλεγχος για την πρώτη προσέγγιση του υπογόνιμου ζευγαριού περιλαμβάνει, γυναικολογική εξέταση, κολπικό υπερηχογράφημα, πλήρη ορμονικό έλεγχο, υστεροσαλπιγγογραφία και πλήρες σπερμοδιάγραμμα με καλλιέργεια σπέρματος.

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η υστεροσαλπιγγογραφία είναι απαραίτητη και αναντικατάστατη εξέταση για κάθε μέθοδο υποβοηθούμενης προσπάθειας και ανεξάρτητα από την προφανή αιτία υπογονιμότητας (π.χ ανδρικός παράγων). Ταυτόχρονα ελέγχονται και στους δύο: γενική αίματος, ομάδα αίματος και rhesus, ηλεκτροφόρηση αιμοσφαιρίνης, HbsAg, HCV, HIV και VDRL.

Η σύζυγος θα προσκομίσει πρόσφατο test pap και μικροσκοπική εξέταση κολπικού εκκρίματος (για μύκητες, τριχομονάδες, κόκκους), αερόβια/αναερόβια καλλιέργεια κολπικού υγρού, και εξετάσεις για μυκόπλασμα, ουρεόπλασμα και χλαμύδια. Ελέγχεται για τοξόπλασμα IgM - IgG, ερυθρά IgM - IgG, κυτταρομεγαλοϊό IgM – IgG και υποβάλλεται σε μαστογραφία, ανάλογα με την ηλικία και το ιστορικό.

Ο έλεγχος για κυστική ίνωση γίνεται υποχρεωτικά στον ένα από τους δύο και επεκτείνεται και στον άλλο, ανάλογα με τα ευρήματα. Εξετάσεις δεύτερης φάσης και ανάλογα με το ιστορικό του ζευγαριού και τα αποτελέσματα του πρώτου ελέγχου, είναι το Hunner test, ο διευρυμένος ορμονολογικός έλεγχος, ο έλεγχος θρομβοφιλίας και πιθανώς ο έλεχος για αντιπατρικά αντισώματα (σε σπάνιες περιπτώσεις).

Μπορεί να επεκταθεί σε αναλυτικό έλεγχο με μοριακές τεχνικές, ή γενετικές εξετάσεις (καρυότυπος κλπ) ή να ζητηθεί έγγραφη γενετική συμβουλή σε περιστατικά που απαιτείται προεμφυτευτικός έλεγχος.

Σε περιπτώσεις υπογονιμότητας, όπου συνυπάρχουν άλλα νοσήματα (υπό διερεύνηση ή θεραπεία), τα οποία μπορούν να επηρεαστούν ή να επηρεάσουν τις διαδικασίες υποβοηθούμενων προσπαθειών ή την μελλοντική εγκυμοσύνη, ζητείται εγγράφως ιατρική έκθεση του θεράποντος ιατρού.

Η λαπαροσκόπηση και η υστεροσκόπηση μπορούν να εφαρμοστούν, τόσο για την διάγνωση, όσο και για την αντιμετώπιση διαφόρων αιτίων υπογονιμότητας, αλλά και για να βελτιώσουν ενδεχομένως τις προοπτικές μίας υποβοηθούμενης προσπάθειας που θα ακολουθήσει.

Ακόμη και όταν δεν υπάρχουν άλλες ενδείξεις, η υστεροσκόπηση καλό θα ήταν να εκτελείται ρουτίνα μετά από κάθε δεύτερη αποτυχημένη προσπάθεια εξωσωματικής, προκειμένου να διερευνηθούν αιτίες που ενδεχομένως έχουν συμβάλλει στις προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες (ενδομητρίτις, ενδομητρικές συμφύσεις κλπ). 

Γενικότερα θα πρέπει να επιδιώκεται η ελάχιστη ιατρική χειρουργική παρέμβαση, με γνώμονα ότι κυρίως η ηλικία της γυναίκας και το προηγούμενο ιστορικό του ζευγαριού, μπορούν να διαφοροποιήσουν μεθοδολογίες που θα επιλέγοντο σε άλλες περιπτώσεις.

Ταυτόχρονα δεν θα πρέπει να χάνεται πολύτιμος χρόνος ιδιαίτερα σε περιπτώσεις γυναικών μεγαλύτερης ηλικίας. Η ιατρική σκέψη θα πρέπει να έχει μια συνάφεια με πολλές παραμέτρους που εξατομικεύουν το κάθε ζευγάρι και συχνά απαιτούν τροποποιημένα και ευέλικτα κριτήρια θεραπευτικής μεθοδολογίας. Ταυτόχρονα όμως δεν θα πρέπει να παραβιάζεται η τυπική διαγνωστική και θεραπευτική διαδικασία.

Σχετικά με τις διαγνωστικές εξετάσεις που συστήνονται, θα πρέπει να ακολουθούν αφενός μεν την πάγια μεθοδολογία, αφετέρου δε μία εμπεριστατωμένη ιατρική σκέψη. 

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΥΠΟΒΟΗΘΟΥΜΕΝΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Οι τεχνικές της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είναι :

  1. Ενδομητρική σπερματέγχυση
  2. Εξωσωματική γονιμοποίηση και μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων
  3. Ενδοσαλπιγγική μεταφορά γαμετών (GIFT)
  4. Ενδοσαλπιγγική μεταφορά ζυγωτών ή γονιμοποιημένων ωαρίων (ZIFT)
  5. Ενδοωαριακή έγχυση σπερματοζωαρίου (ICSI)
  6. Κρυοσυντήρηση γεννητικού υλικού ή γονιμοποιημένου ωαρίου
  7. Υποβοηθούμενη εκκόλαψη (ASSISTED HATCHING)
  8. Προεμφυτευτική γενετική διάγνωση (PGD) 

Εξωσωματική γονιμοποίηση

Είναι η «συνάντηση» των δύο γαμετών (σπερματοζωαρίου και ωαρίου) στο βιολογικό εργαστήριο, όταν αυτό το γεγονός για διάφορους λόγους δεν μπορεί να συμβεί στην γυναικεία σάλπιγγα.

Είναι η απομίμηση μιας φυσιολογικής διαδικασίας που η τελική της φάση είναι η μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων στη μήτρα και η επίτευξη εγκυμοσύνης. Η εξωσωματική γονιμοποίηση σήμερα, έχει θέση εκεί όπου απέτυχαν άλλες μέθοδοι στην προσπάθεια αντιμετώπισης της υπογονιμότητας του ζευγαριού.

Αρχικά, η εξωσωματική γονιμοποίηση εφαρμόστηκε σε γυναίκες με απόφραξη ή έλλειψη σαλπίγγων. Σταδιακά, επεκτάθηκε και σε άλλες αιτίες στειρότητας όπως η ολιγοσπερμία, η ενδομητρίωση, η ανεξήγητη στειρότητα, αλλά και εκεί όπου όλες οι άλλες μέθοδοι αντιμετώπισης της υπογονιμότητας ενός ζευγαριού είχαν ήδη αποτύχει. Τα τελευταία χρόνια υπήρξε μία ποιοτική αναβάθμιση και απλοποίηση στην εφαρμογή της εξωσωματικής γονιμοποίησης, με σκοπό αφ’ ενός μεν την αύξηση του ποσοστού επιτυχίας και αφ’ ετέρου την ελάττωση της διατάραξης της καθημερινής ζωής του ζευγαριού.

Με αυτή την αλλαγή έχει απλοποιηθεί η εξωσωματική γονιμοποίηση στο μέγιστο δυνατό σημείο. Μετά από την λήψη εκτενούς ιστορικού και τον απαραίτητο εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο, καθορίζεται το πρωτόκολλο θεραπείας. Ακολουθεί η διαδικασία της ωοθηκικής διέγερσης και η παρακολούθησή της με υπερήχους και ορμονικούς προσδιορισμούς. Τέλος. προσδιορίζεται η ημέρα της ωοληψίας, ακολουθεί η γονιμοποίηση και η εμβρυομεταφορά. 

Για να γίνει λοιπόν εξωσωματική γονιμοποίηση, η γυναίκα θα πρέπει να χρησιμοποιήσει φάρμακα που στόχο έχουν την διέγερση των ωοθηκών, ώστε τελικά να παραχθούν περισσότερα ωοθυλάκια από αυτό το μοναδικό, που συνήθως παράγεται σ’ ένα φυσικό κύκλο.

Η παρακολούθηση της διέγερσης των ωοθηκών γίνεται με την βοήθεια διακολπικών υπερηχογραφημάτων, αλλά και ορμονικών προσδιορισμών. Στόχος της παρακολούθησης είναι ο καθορισμός της ημέρας της ωοληψίας, δηλαδή της συλλογής των παραχθέντων ωαρίων και της μεταφοράς τους στο εργαστήριο.

Η ωοληψία γίνεται με κατευθυνόμενη παρακέντηση των ωοθυλακίων διαμέσου των υπερήχων, αναρρόφηση του ωοθυλακικού υγρού και αναζήτηση των ωαρίων στο μικροσκόπιο.

Ακολουθεί η διαδικασία της γονιμοποίησης ή της μικρογονιμοποίησης και η παρακολούθηση των γονιμοποιημένων ωαρίων στο εργαστήριο. Τέλος ακολουθεί η διαδικασία της εμβρυομεταφοράς κατά την οποία γονιμοποιημένα ωάρια μεταφέρονται στην μήτρα με στόχο την επίτευξη εγκυμοσύνης.

Ο συνδυασμός φαρμάκων, η δοσολογία και το είδος της θεραπείας, εξατομικεύονται και προσαρμόζονται στις ανάγκες κάθε ζευγαριού.

Η διέγερση διαρκεί 15 – 25 ημέρες περίπου ανάλογα με το πρωτόκολλο θεραπείας και κατά το διάστημα αυτό γίνονται μία ή δύο υποδόριες ενέσεις ημερησίως, ανάλογα με το πρωτόκολλο θεραπείας.

Οι γυναίκες ενθαρρύνονται να ακολουθούν την συνηθισμένη, καθημερινή τους διαβίωση σε όλη τη διάρκεια της διέγερσης γιατί αυτό τις βοηθάει συναισθηματικά και τις υποστηρίζει ψυχολογικά.

Η παρακολούθηση της ωοθηκικής διέγερσης αρχίζει τις τελευταίες 5 – 7 ημέρες του πρωτοκόλλου ωοθηκικής διέγερσης και απαιτούνται 3 – 4 κολπικά υπερηχογραφήματα και παράλληλα ορμονικές εξετάσεις.

Βάσει αυτών, προσδιορίζεται ο πλέον κατάλληλος χρόνος για την εκτέλεση της ωοληψίας. Στόχος της θεραπείας είναι η παραγωγή καλών ποιοτικώς και ικανών σε αριθμό ωαρίων. Τα περισσότερα ωάρια χρειάζονται για να αυξηθεί η πιθανότητα επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης, αλλά και για να δοθεί η δυνατότητα διατήρησης σε κατάψυξη των πλεοναζόντων εμβρύων, τα οποία σε περίπτωση αποτυχίας της τρέχουσας προσπάθειας, θα χρησιμοποιηθούν σ’ ένα επόμενο, κατάλληλα προετοιμασμένο τεχνητό ή φυσικό κύκλο.

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η έναρξη ενός θεραπευτικού κύκλου δεν εξασφαλίζει και την ολοκλήρωσή του έως την ωοληψία, διότι μπορεί να ακυρωθεί για διάφορους λόγους, όπως για παράδειγμα η μη ανάπτυξη ωοθυλακίων, η φτωχή ανταπόκριση στα φάρμακα ή άλλοι λόγοι.

Το διάστημα αυτό, είναι το μόνο διάστημα που διαταράσσεται η καθημερινή διαβίωση της γυναίκας μια και πρέπει να προσέρχεται στην μονάδα για τον απαραίτητο έλεγχο. Η ωοθηκική διέγερση παρακολουθείται με τη βοήθεια κολπικών υπερηχογραφημάτων και ορμονικών προσδιορισμών.

Ελέγχεται ο σχηματισμός ωοθυλακίων στις ωοθήκες, μέσα στα οποία δυνητικά υπάρχουν ωάρια. Το μέγεθος του ωοθυλακίου και ο ορμονικός προσδιορισμός θα καθορίσουν την ημέρα της ωοληψίας.

Με την ολοκλήρωση της παρακολούθησης της ωρίμανσης των ωοθυλακίων, αποφασίζεται και προγραμματίζεται η ωοληψία, η οποία γίνεται 32 - 36 ώρες μετά το τέλος της διέγερσης.

Εκτελείται με διακολπική παρακέντηση των ωοθυλακίων και αναρρόφηση, κάτω από άμεσο υπερηχογραφικό έλεγχο και ελαφρά αναισθησία («μέθη»).

Λίγη ώρα μετά την ωοληψία θα χρειαστεί ο σύζυγος να δώσει το σπέρμα του σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο. Απαιτείται αποχή 2 – 3 ημερών από σεξουαλική επαφή.

Στην περίπτωση παθολογικού σπέρματος, σε άνδρες με ολιγοασθενοσπερμία, με χαμηλό αριθμό και κινητικότητα σπερματοζωαρίων, εκτελείται μικρογονιμοποίηση (ICSI).

Την επόμενη ημέρα, ελέγχεται η γονιμοποίηση με την ανεύρεση 2 προπυρήνίων (δύο στρογγυλών σχηματισμών) εντός των ωαρίων.

Η διαδικασία της μικρογονιμοποίησης εκτελείται σε περιπτώσεις όπου το σπέρμα δεν έχει τον απαιτούμενο αριθμό, κινητικότητα και μορφολογία σπερματοζωαρίων άρα με χαμηλές ή μηδενικές πιθανότητες γονιμοποίησης.

Εφαρμόζεται σε περιπτώσεις σοβαρής ολιγοασθενοσπερμίας, απόλυτης αζωοσπερμίας αποφρακτικής ή μη αποφρακτικής αιτιολογίας, ή επαναλαμβανόμενες αποτυχίες εξωσωματικής ακόμη και με φαινομενικά φυσιολογικό σπέρμα. Με την μέθοδο ICSI, πάνω από 95% των ζευγαριών με προβλήματα σπέρματος καταφέρνουν να έχουν γονιμοποίηση. Σαν αποτέλεσμα εφαρμογής αυτής της τεχνικής η επιθυμία απόκτησης παιδιού από αζωοσπερμικούς άνδρες γίνεται πλέον πραγματικότητα.

Η εξέλιξη του γονιμοποιημένου ωαρίου συνεχίζεται και 72 ώρες μετά, αποτελείται από 6 ή 8 κύτταρα, δηλ την τρίτη μέρα μετά την γονιμοποίηση. Στο στάδιο αυτό μπορεί να μεταφερθεί στην μήτρα. Απώτερο στάδιο καλλιέργειας των εμβρύων στο εργαστήριο είναι η 6η μέρα μετά την γονιμοποίηση, δηλαδή το στάδιο των βλαστοκύστεων. 

Κατάψυξη εμβρύων

Η δυνατότητα διατήρησης εμβρύων σε κατάψυξη, επιτρέπει στο ζευγάρι να χρησιμοποιήσει τα πλεονάζοντα έμβρυα στο μέλλον με το λιγότερο δυνατό οικονομικό και συναισθηματικό κόστος και ιατροφαρμακευτική παρέμβαση. Έτσι, όταν ληφθούν πολλά ωάρια και γονιμοποιηθούν πάνω από 4, τα επιπλέον έμβρυα μπορούν να καταψυχθούν.

Σε γυναίκες με φτωχή ανταπόκριση, η κατάψυξη προσφέρει την δυνατότητα συλλογής εμβρύων σε επανηλλειμένους θεραπευτικούς κύκλους, ώστε να επιτευχθεί εμβρυομεταφορά με περισσότερα έμβρυα και να αυξηθεί έτσι το ποσοστό επιτυχίας. Το ανθρώπινο έμβρυο καταψύχεται επιτυχώς, είτε στο στάδιο των προπυρηνίων (ζυγωτό), είτε μετά από κυτταρική διαίρεση. Τα έμβρυα διατηρούνται σε υγρό άζωτο στους -196°C και παραμένουν αναλλοίωτα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Με τη σημερινή τεχνολογία, το 80% των εμβρύων επιβιώνουν μετά την απόψυξη. Η πιθανότητα επιτυχίας μετά από μεταφορά αποψυγμένων εμβρύων είναι περίπου ίδια με την πιθανότητα επιτυχίας μετά από εμβρυομεταφορά εμβρύων που δεν έχουν καταψυχθεί.

Διεθνώς, οι έως τώρα μελέτες αναφέρουν ότι τα ποσοστά εμβρυικών ανωμαλιών μετά την απόψυξη είναι ίδια με τα αντίστοιχα της εξωσωματικής γονιμοποίησης αλλά και της φυσικής σύλληψης. 

Δωρεά ωαρίων

Υπάρχουν γυναίκες που, για διάφορους λόγους, οι ωοθήκες τους δεν παράγουν ωάρια. Οι αιτίες για αυτή την ωοθηκική έκπτωση, μπορεί να είναι κάποια παλαιότερη

χειρουργική επέμβαση κατά την οποία αφαιρέθηκαν οι ωοθήκες, η εκ γενετής έλλειψη ωοθηκών, η πρώιμη εμμηνόπαυση, ή ακόμη και η φυσική εμμηνόπαυση, όπως σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας.

Όλες αυτές οι γυναίκες (αποδέκτριες) μπορούν τώρα να τεκνοποιήσουν με ωάρια δότριας. Υπάρχει η δυνατότητα λήψης των ωαρίων από τη δότρια, η γονιμοποίησή τους με σπέρμα του συζύγου της αποδέκτριας και η εμβρυομεταφορά τους στην ίδια την αποδέκτρια. Βέβαια, σε όλες τις γυναίκες με έλλειψη ωοθηκικής λειτουργίας, είναι απαραίτητη η χορήγηση ορμονών με σκοπό τη δημιουργία τεχνητού κύκλου και κατάλληλου περιβάλλοντος στη μήτρα για να επιτευχθεί η εμφύτευση. Η δωρεά σπέρματος γίνεται όλο και σπανιότερα στις μέρες μας λόγω της μεθόδου της μικρογονιμοποίησης που έχει σχεδόν εξαλείψει την ανάγκη αυτή όπως αναφέρθηκε προηγούμενα. 

Η διάθεση ωαρίων γίνεται μετά από έγγραφη συναίνεση της δότριας όπου εξασφαλίζεται η ανωνυμία της και απαγορεύεται οποιοδήποτε αντάλλαγμα γιατί θεωρείται αλτρουϊστική προσφορά.

Παρένθετη Μητρότητα

Ως παρένθετη μητρότητα ορίζεται από τον νόμο «η περίπτωση κατά την οποία μία γυναίκα κυοφορεί και γεννά (φέρουσα ή κυοφόρος) ύστερα από εξωσωματική γονιμοποίηση και μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων, με χρήση ωαρίου ξένου προς την ίδια, για λογαριασμό μιας άλλης γυναίκας, η οποία επιθυμεί να αποκτήσει παιδί αλλά αδυνατεί να κυοφορήσει για ιατρικούς λόγους» Τονίζεται το γεγονός ότι η μεταφορά γίνεται με γονιμοποιημένα ωάρια ξένα προς την ίδια.

Με βάση τον νόμο, επιτρέπεται η παρένθετη μητρότητα, με δικαστική άδεια που παρέχεται πριν την μεταφορά εφόσον υπάρχει έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνία των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο και της γυναίκας που θα κυοφορήσει, καθώς και του συζύγου της εφόσον αυτή είναι έγγαμη. Η δικαστική άδεια παρέχεται εφόσον αποδεικνύεται ότι η γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο είναι αδύνατο να κυοφορήσει και η άλλη, κατάλληλη για κυοφορία (μετά από ενδελεχή ιατρική και ψυχολογική αξιολόγηση). 

Προεμφυτευτική διάγνωση

Η προεμφυτευτική διάγνωση είναι μία τεχνική που μπορεί να εφαρμοσθεί κατά την διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Είναι μία εναλλακτική διαδικασία στην προγεννητική διάγνωση, κατά τη οποία γίνεται η ανίχνευση του γενοτύπου των εμβρύων πριν την αρχή της εγκυμοσύνης.

Προσφέρει την δυνατότητα σε ζευγάρια που πάσχουν ή είναι φορείς σοβαρών κληρονομικών νόσων, να ελαττώσουν τον κίνδυνο να αποκτήσουν ένα παιδί που να πάσχει από την ίδια διαταραχή.

Με την προεμφυτευτικη διάγνωση επιτυγχάνεται:

  1. Η διάγνωση κληρονομικών γενετικών ασθενειών γονιδιακής προέλευσης όπως η μυϊκή δυστροφια και η χορια του Ηuntington, οι οποίες προέρχονται απο μετάλλαξη σε αυτοσωμικό επικρατές γονίδιο, ή η β-θαλασσαιμια και η κυστικη ινωση που προέρχονται από μετάλλαξη σε αυτοσωμικό υπολειπόμενο γονίδιο.
  2. Η διάγνωση xρωμοσωμικών γενετικών ανωμαλιών όπως σύνδρομο Downs (τρισωμια 21), συνδρομο Klinefelter.
  3. Η επιλογή φύλου για την αποφυγή γενετικά μεταδιδόμενων ασθενειών συνδεδεμένων με το φυλοσύνδετο χρωμόσωμα Χ, όπως αιμορροφιλία, μυϊκή δυστροφία Duchenne, σύνδρομο Lesch-Nyhan.
  4. Αύξηση των ποσοστών κυήσεως στην εξωσωματική γονιμοποίηση.

Με την προεμφυτευτική μέθοδο γίνεται η διάγνωση ανευπλοειδιας στα έμβρυα και η μεταφορά στη μήτρα εμβρύων με άρτιο χρωμοσωμιακό υλικό. Έτσι, αυξάνονται οι πιθανότητες κύησης για το ζευγάρι και μειώνεται το ποσοστό αποβολών. 

Ποια τα ποσοστά επιτυχίας και από ποιους παράγοντες εξαρτώνται;

Η εξωσωματική πλέον έχει" ενηλικιωθεί" & απο πειραματική διαδικασία εξελίχθηκε σε τυποποιημένη κλινική εφαρμογή με γνωστές ενδείξεις,αντενδείξεις & επιπλοκές.Σήμερα τα περισσότερα καλά κέντρα εξωσωματικής λειτουργούν με ποσοστά που κυμαίνονται από 30-85% κυήσεων ανά εμβρυική μεταφορά.

Η επίτευξη εγκυμοσύνης στην εξωσωματική γονιμοποίηση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες:

  • την  ποιότητα και τον αριθμό των εμβρύων
  • την ηλικία της γυναίκας
  • το σπέρμα του συζύγου
  • το αίτιο της υπογονιμότητας και άλλους αφανείς παράγοντες όπως
  • η τεχνογνωσία των ιατρών, των εμβρυολόγων, των μαιών και άλλων επιστημόνων που εμπλέκονται στη θεραπεία,
  • η υποδομή και ο ποιοτικός έλεγχος του εργαστηρίου.

Υπάρχουν επιβαρυντικοί παράγοντες για την γυναίκα;

Αυτό είναι κάτι που  το φοβούνται πάρα πολλές γυναίκες. Όλες οι μεγάλες μεταναλύσεις που έχουν γίνει , που είναι και το πιο ισχυρό επιστημονικό εργαλείο που έχουμε στα χέρια μας, δείχνουν ότι δεν υπάρχουν επιπλοκές, ούτε για τη γυναίκα ούτε για το έμβρυο,αφού βέβαια η κάθε γυναίκα έχει κάνει τον απαραίτητο έλεγχο για να προχωρήσει στη διαδικασία της εξωσωματικής.

ΩΡΑΡΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

ΔΕΥΤΕΡΑ           17:00 - 21:00

ΤΡΙΤΗ                17:00 - 21:00

ΤΕΤΑΡΤΗ           17:00 - 21:00

ΠΕΜΠΤΗ           09:00 - 13:00 | 17:00 - 21:00

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Χατζηδάκη 28 & Περσεφόνης

2ος όροφος, 19200 Ελευσίνα

Τηλέφωνο: 210 5543040 | FAX: 210 5543045

Κινητό: 6972301861

Email: miltosadam@yahoo.gr

Facebook: adammiltiadis

NEWSLETTER

Κάντε εγγραφή στο Newsletter μας, για να ενημερώνεστε για τα τελευταία μας νέα, άρθρα και δημοσιεύσεις.